νυκτιπόλος — roaming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλον — νυκτιπόλος roaming masc/fem acc sg νυκτιπόλος roaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλοιο — νυκτιπόλος roaming masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλοις — νυκτιπόλος roaming masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλου — νυκτιπόλος roaming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλων — νυκτιπόλος roaming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιπόλευτος — νυκτιπόλευτος, ον (Α) νυκτιπόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πολεύω (< πόλος)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek